- κνιδώδης
- ες [κνίδη]1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων τού δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * … Dictionary of Greek
παβονία — (pavonia). Δέντρο των θερμών περιοχών με φύλλα αρωματικά. Ανήκει στην οικογένεια των μαλβιδών και έχει άνθη μόνοικα και μασχαλιαία. Ο καρπός χωρίζεται σε τέσσερις χώρους, καθένας από τους οποίους περιέχει ένα μικρό τριχωτό σπέρμα. Τα είδη του… … Dictionary of Greek
καρνότα ή καρνώτη — Φοινικοειδές της ανατολικής Ινδίας, της Ιάβας, των Φιλιππίνων, των Μολούκων και της νότιας Ινδοκίνας. Οι κ. έχουν ψηλό, λεπτό και λείο βλαστό. Το πιο αξιοσημείωτο είδος είναι η κ. η κνιδώδης, γνωστή για την καυστική γεύση του καρπού της. Το ξύλο… … Dictionary of Greek